- τρύπωμα
- το, Ν [τρυπώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τρυπώνω2. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρύπωμα — το, ατος 1. κρύψιμο, απόκρυψη, καταχώνιασμα: Γλίτωσε η αλεπού με τρύπωμα στη φωλιά της. 2. πρόχειρο και αραιό ράψιμο, βελόνιασμα: Δεν είναι κανονικό ράψιμο, είναι τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατρύπωτος — η, ο αυτός που δεν έχει τρυπωθεί, που δεν περάστηκε με τρύπωμα … Dictionary of Greek
κατάπιασμα — το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω] νεοελλ. 1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα 2. μτφ. μνηστεία, αρραβώνας μσν. 1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα 2. πολεμικές προετοιμασίες … Dictionary of Greek
ξετρυπώνω — 1. βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του, από την κρύπτη του 2. ανακαλύπτω, ανευρίσκω κάποιον ή κάτι αφανές ή καλά κρυμμένο 3. (για ζώα) βγαίνω από το κρησφύγετό μου 4. (σκωπτ.) εμφανίζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω απρόοπτα, ξεφυτρώνω εκεί… … Dictionary of Greek
πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… … Dictionary of Greek
τρυπώνω — Ν [τρύπα] 1. (μτβ.) αποκρύπτω, καταχωνιάζω («πού τρύπωσες τα βιβλία μου και δεν τά βρίσκω;») 2. (αμτβ.) μπαίνω κάπου για να κρυφτώ, κρύβομαι κάπου («τρύπωσε από τον φόβο της σε μια γωνιά») 3. ράβω προσωρινά με αραιές βελονιές, κάνω τρύπωμα 4. μτφ … Dictionary of Greek
τρυπώνομαι — τρυπώνομαι, τρυπώθηκα, τρυπωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: τρυπώνομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται σπάνια, μόνο με την έννοια → (για ρούχο) ράβομαι με τρύπωμα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατρύπωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε ράφτηκε με τρύπωμα: Το ρούχο στεκόταν ακόμη ατρύπωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είσδυση — η 1. εισχώρηση, χώσιμο. 2. είσοδος σε κάτι κρυφά, τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξετρυπώνω — ξετρύπωσα, ξετρυπώθηκα, ξετρυπωμένος 1. μτβ., βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του: Το σκυλί ξετρύπωσε δύο λαγούς. 2. φανερώνω κάτι κρυμμένο: Πήγε και ξετρύπωσε κάποια παλιά μου υπόθεση για να με εκθέσει. 3. αφαιρώ, βγάζω, χαλνώ το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)